- υπερορμαίνω
- Ακινούμαι με πολύ μεγάλη ορμή («Ζεὺς ὑπερορμαίνων φοράδην ὑπὲρ ἀστέρα πατρός», Μαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ὁρμαίνω «είμαι ορμητικός» (< ὁρμή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερορμώ — άω, Α (κυρίως παθ.) ὑπερορμῶμαι, άομαι κινούμαι με πολύ μεγάλη ορμή, ὑπερορμαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὁρμῶ [Ι] (< ὁρμή)] … Dictionary of Greek